Αναφορά στον Γκρέκο, 1961

"Η αξία του ανθρώπου είναι μονάχα ετούτη: να ζει και να πεθαίνει παλικαρίσια και να μην καταδέχεται αμοιβή.
Κι ακόμα ετούτο, το τρίτο, ακόμα πιο δύσκολο: η βεβαιότητα πως δεν υπάρχει αμοιβή, να μη σου κόβει τα ήπατα παρά να σε γεμίζει χαρά, υπερηφάνεια και αντρεία."

Τρίτη 10 Δεκεμβρίου 2013

«Αρχίζει ο μπάτσος να την κλωτσάει και να φωνάζει: “ΘΑ ΠΕΘΑΝΕΙΣ ΜΩΡΗ ΚΑΡΙΟΛΑ! ΘΑ ΠΕΘΑΝΕΙΣ!»


17 Νοέμβρη, μία και μισή το μεσημέρι, μόνος μου στη Σταδίου με δυο σπρέι στην τσάντα. Ο δρόμος είναι άδειος. Ξαφνικά πετάγονται από το πουθενά 20 ΜΑΤαδες. «Επ, παλικάρι, ταυτότητα!», τους την δείχνω.«Πάμε λίγο πιο πάνω!», τους ακολουθώ. «Κάτσε κάτω!», κάθομαι. «Πού μένεις;», «Αγία Παρασκευή», «Α καλά, κατάλαβα, πλουσιόπαιδο!», δεν απαντάω. «Τι έχεις στην τσάντα;», μου την ανοίγουν. «Τι έχεις στις τσέπες;», πάω να σηκωθώ να τους δείξω. «Κάτσε κάτω ρε, τι νομίζεις ότι είσαι; Έξυπνος; Τι είναι αυτά εδώ;». Κρατάει δυο μάσκες για δακρυγόνα που βρήκε στην τσάντα μου. Τις είχα για την πορεία, «Τι τις θες; Σαν να μην μας τα λες καλά! Αναρχικός μου φαίνεσαι!». Δε μιλάω. «Τι είναι αυτο εδώ;», μου δείχνει ένα μικρό αναρχικό άλφα, ζωγραφισμένο με μπλάνκο πάνω στην τσάντα μου, «¶λφα» του λέω. «Με περνάς για βλάκα, ε;! Δεν γουστάρεις αστυνομία, ε;! Αν με πετύχαινες μόνο μου βράδυ θα με έσπαγες στο ξύλο, ε;! Σήκω!», σηκώνομαι. Μ' αρπάζει από το λαιμό και με τραβάει κοντά του με δύναμη. «Μην κάνεις καμιά μαλακία! Κατάλαβες;!». Μου καρφώνει ένα γκλοπ στη μέση και στην επόμενη γωνία με δίνει σε πέντε ασφαλίτες με πολιτικά. Αυτοί με κολλάνε στον τοίχο, ξαναψάχνουν την τσάντα μου, δε βρίσκουν τίποτα παράνομο, γράφουν τ' όνομά μου και με χώνουν σε μια κλούβα μαζί με άλλα δυο παιδιά.

Τρεις ώρες πριν την πορεία μας πάνε στη ΓΑΔΑ. Μπαίνουμε στο ισόγειο. Ξανά έλεγχος. Μια μπατσίνα φωνάζει υστερικά: «Κλείστε τα κινητά σας και βγάλτε τις κάρτες σας!». Ρωτάω αν μπορώ να πάρω ενα τηλέφωνο τη μάνα μου. Πετάγεται ένας μπάτσος: «Έλα ρε μάγκα, άσε ήσυχη την μανούλα σου, γιατί να την ανησυχήσεις;». Δεν απαντάω, αυτός συνεχίζει. «Τι κατέβηκες στην πορεία ρε βλάκα; Δεν έχεις καταλάβει πως το Πολυτεχνείο είναι ξεπερασμένο; Ε;!». Μου 'ρχεται να τον βρίσω. Μπορείς ρε μαλάκα μπάτσε να τελειώσεις μια φράση χωρίς το γαμημένο το «ε!»; Μπορείς; Ε;! Δε λέω τίποτα και κλείνω το κινητό μου. Μας ανεβάζουν σ' ένα ψηλό όροφο -είμαστε πάνω από 200 άτομα. Μας βάζουν σε μια σειρά. Μια μπατσίνα μας φωνάζει και μας ρωτάει ένα σωρό μαλακίες! «Στο Θεό πιστεύετε; Σε ποιον Θεό;»! Μας πάνε σ' ένα κελί. Νομίζω ότι είμαι σ' ελληνική ταινία. Μόνο ο μπαγλαμάς λείπει. Κοιτάω γύρω μου και βλέπω καμιά 20αριά άτομα και μέσα σε αυτούς δυο κορίτσια 14-15 χρονών. Πιο δίπλα ένας τύπος με χειροπέδες που απ' ό,τι ακουσα μετά ήταν μαφιόζος της νύχτας μπλεγμένος με ναρκωτικά και πουτάνες... Πώς βάζεις, ρε μαλάκα μπάτσε, 15 χρονών κοριτσάκι δίπλα σε μαστροπό;!! Μας φωνάζουν έναν-έναν για δακτυλικά αποτυπώματα. Κανονικό φάκελο! «Πώς σε λένε; Πού μένεις; Ποιο είναι το νούμερο του κινητού σου; Με ποιους θα πήγαινες στην πορεία;». Κάνουν και χιούμορ: «¶φησε μας και ένα αυτόγραφο με τα δαχτυλάκια σου»! Μια κοπελίτσα 15 χρονων βάζει τα κλάματα, τρέμει! Πιο πριν, μια αστυνομικός -γυναίκα ευτυχώς- της είχε κάνει σωματικό έλεγχο. Μέσα στο σουτιέν, στα εσώρουχα, παντού!

Κατά τις εφτά μας αφήνουν. Κρατούσαν για έξι ώρες διακόσια άτομα, όλα με ταυτότητες, χωρίς να 'χουν κάνει τίποτα και χωρίς να 'χουν επικοινωνία με τους δικούς τους. Σωστή απαγωγή! ΟΙ δικοί μου είναι απ' έξω και με περιμένουν. Γυρίζω σπίτι.

Την άλλη μέρα πετυχαίνω την κοπελίτσα που έκλαιγε. «Ντρέπομαι!», μου λέει. «Την κολλητή μου που πήγε στην πορεία τη βαράγανε πέντε ΜΑΤάδες μέχρι που κάποια στιγμή έρχεται ο ανώτερός τους και τους σταματάει. Την βλέπει κάτω στο δρόμο να σπαράζει ματωμένη και αρχίζει μόνος του να την κλωτσάει με μανία στο στήθος και να φωνάζει: “ΘΑ ΠΕΘΑΝΕΙΣ ΜΩΡΗ ΚΑΡΙΟΛΑ! ΘΑ ΠΕΘΑΝΕΙΣ!”»... «Ντρέπομαι», μου ξαναλέει, «εγώ έκλαιγα στο κελί και την φίλη μου κόντεψαν να την σκοτώσουν...». 



Γιώργος, 18 χρονών

Δευτέρα 9 Δεκεμβρίου 2013

"Οι παππούδες μας μετανάστες, εμείς ρατσιστές..."


Το παρακάτω κείμενο ήταν ανάρτηση σε προσωπικό λογαριασμό στο facebook την χρονιά που μας πέρασε. Προσωπική" μαρτυρία" φίλου και συναδέλφου ιατρού.

(Από VidaLocas Eleftherios)

02/04/2013 07:04 Λέσβος, Αίθουσα επειγόντων Γ.Ν.Μ "Βοστάνειο", 5 λαθρομετανάστες ξαπλωμένοι στα εξεταστικά κρεβάτια, μία έγκυος, ένας νεαρός με υποθερμία, μια γυναίκα σε shock να τρέμει, και δύο άλλοι με σπασμένα πόδια,. Όλοι τους μουλιασμένοι απο την θάλασσα. Τους βρήκαν σε μια απο τις παραλίες του νησιού. ΤΙ ΕΙΜΑΙ ΕΓΩ ΓΙΑ ΑΥΤΟΥΣ? Ο ΓΙΑΤΡΟΣ....

14/09/1922 18:20 Λέσβος, παραλία Παναγιούδας, 5 πρόσφυγες καθισμένοι στην παραλία, μία μάνα μουλιασμένη απο τα δάκρυα, ένα νεογέννητο στις φασκίες που δεν σταματάει να κλαίει, ένα μικρό αγοράκι γύρω στα 6 με καρφωμένο το βλέμμα στην θάλασσα, και 2 μικρές αδερφούλες που κρατιούνται σφικτά αγκαλιασμένες. ΤΙ ΕΙΜΑΙ ΕΓΩ ΓΙΑ ΑΥΤΟΥΣ? Ο ΕΓΓΟΝΟΣ...




Σάββατο 7 Δεκεμβρίου 2013

o Ρήγας "δείχνει το δρόμο"...

Προπύλαια, Παρασκευή 06 Δεκέμβρη 2013.

Η παρακάτω φωτογραφία είναι από τη χθεσινή πορεία για τη Δολοφονία του Αλέξανδρου. Όργανα κρατικής καταστολής και "νόμιμης κρατικής βίας", επιστρατευμένα συγκεκριμένα εναντίον μαθητών, περνούν μπροστά από το άγαλμα του Ρήγα Φεραίου, σύμβολο των αγώνων του Ελληνισμού για Ελευθερία, υπέρμαχο του αγώνα κατά της καταπίεσης των λαών και οραματιστή της συνεργασίας και αλληλεγγύης των Βαλκανικών Λαών.



  

(Φωτογραφία από τον Γιώργο Καραχάλη για το Reuters)

Παρασκευή 6 Δεκεμβρίου 2013

Για μια δολοφονία που ''γιορτάζει'' τα πέντε ολόμαυρά της χρόνια...


Όλα έχουν μια ηλικία. Οι άνθρωποι, τα δέντρα, η γη. Μόνο οι σκέψεις και τα όνειρα δεν τιθασεύονται εύκολα. Δεν έχουν αρχή και τέλος, δεν υπάρχει ηλικία. Μα δραπετεύουν διαρκώς.

Ηλικία έχουν και οι δολοφονίες. Μια από αυτές, σήμερα 6 Δεκέμβρη, συμπλήρωσε τα πέντε πρώτα της ολόμαυρα χρόνια.

Γιορτάζει και αυτή, όπως της αναλογεί. Κατά τη φύση της.


Ένα 13χρονο κορίτσι ξεψυχάει κατάκρυο πάνω από ένα μαγκάλι.

Ένας ακόμη αυτοκτονεί, επειδή δεν αντέχει όχι μόνο το βάρος ενός δανείου, αλλά την ταπείνωση.

Εκατό μετανάστες πνίγονται.

Αντί για κεράκια, ανάβουν  κυβερνητικά μπουρλότα για τα πανεπιστήμια και τα νοσοκομεία.

Αντί για τραγούδια, οι οιμωγές των απολυμένων, οι κατάρες των απλήρωτων, τα αναθέματα των γερόντων, τα ηχηρά φάσκελα των ξενιτεμένων νέων.

Πέντε χρόνια πριν, κάποιοι έλεγαν ότι η έκρηξη του Δεκέμβρη του 2008, η σπίθα που άναψε ο δολοφονημένος Αλέξης Γρηγορόπουλος, ήταν μια πρόδρομη εξέγερση, στην ''πίσω αυλή'' μιας καπιταλιστικής κρίσης που σιγόβραζε.

Στην πίσω αυλή αποθηκεύουμε ότι ‘’περισσεύει’’, αλλά δεν τολμάμε να θάψουμε.  

Ένας γονιός δεν συνειδητοποιεί ότι κάποια στιγμή το παιδί του καταλαβαίνει τα πάντα. Ότι, από ένα σημείο και μετά, τον υπερβαίνει κιόλας. Με τον ίδιο τρόπο και η σύγχρονη κοινωνία, δεν μπόρεσε τότε, τρόμαξε να σκύψει πάνω στο νόημα και το ερώτημα που είχε εκείνη η κραυγή της νεολαίας. Κρύφτηκε πίσω από τους θρήνους για τις βιτρίνες και τον αποτροπιασμό των μολότοφ.

Σήμερα, πέντε χρόνια μετά, είμαστε υποχρεωμένοι να πούμε πως ναι εκείνος ο Δεκέμβρης, ο ζεστός Δεκέμβρης του ξεσηκωμού, είχε όλο το ιερό δίκιο με το μέρος του. Η οργή του, ναι, ήταν δίκαιη και αληθινή. Τη μαχητικότητα του τη χρειαζόμαστε σήμερα. Ακόμη πιο ώριμη και εκρηκτική ταυτόχρονα. Ακόμη πιο συνειδητή και αυθόρμητη συνάμα.

Μην ψάχνουμε πολύ. Να η μεγάλη εικόνα: Αυτοί που εργάζονται είναι πλέον, για πρώτη φορά, αθροιστικά λιγότεροι από όσους δεν εργάζονται (συνταξιούχοι, άνεργοι, παιδιά κλπ). Ταυτόχρονα, οι απασχολούμενοι υπολογίζεται πως έχουν κατά 40% περίπου χαμηλότερο εισόδημα σε σχέση με πριν. Η διπλή αυτή ανατροπή, σημαίνει ότι όσοι συνεισφέρουν σε εισόδημα, σε συνδυασμό και με την κατάρρευση των όποιων κοινωνικών δομών, αδυνατούν πλέον να θρέψουν τους υπόλοιπους. Να η βάση της «εργατικής γενοκτονίας», που λαμβάνει χαρακτηριστικά ανθρωπιστικής κρίσης.

Όποιοι πεθαίνουν νέοι, μένουν νέοι λένε. Για τους δικούς τους ανθρώπους όμως μεγαλώνουν. Και είναι το πιο βασανιστικό αιώνιο μεγάλωμα. Σήμερα, θα πήγαινε πανεπιστήμιο, σήμερα θα έκανε αυτό, το άλλο, θα ήταν έτσι, θα ήταν αλλιώς….

Αλέξης Γρηγορόπουλος 20 ετών λοιπόν;

Που και πως θα ήταν;

Στο πανεπιστήμιο του κερδισμένου εξαμήνου και του χαμένου μέλλοντος;

Σε εξευτελιστικό πρόγραμμα κοινωνικής εργασίας με 380 ευρώ;  

Μαχαιρωμένος στο Πέραμα από Χρυσαυγίτη;

Ξενιτεμένος στη Γερμανία;

Ή να ξοδεύει με τους φίλους του κάτι από τα 70 ευρώ το μήνα που ‘’σπαταλά’’ πλέον κάθε οικογένεια για διασκέδαση και ψυχαγωγία  σύμφωνα με την πρόσφατη έκθεση της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής;

Ένα γελαστό παιδί δολοφονήθηκε, αλλά ταυτόχρονα  τους ξέφυγε και τους νίκησε.

Αυτός έδωσε το όνομα στο δρομάκι του φόνου του. Ο Κορκονέας, ψιθυριστά μόνο θα λέει το όνομά του.

Για αυτόν γράφτηκαν πανό και συνθήματα στους τοίχους, αλλά και τραγούδια και θεατρικά. Οι δολοφόνοι δεν ευδοκιμούν εκεί.

Η σημερινή νέα γενιά,  κλώθει σε μια τρομακτική σιωπή τα νέα σχέδια. Και ο Αλέξης είναι αθόρυβα εκεί... Δεν έχει πει τη τελευταία λέξη.

Κατά νου είναι τούτο:  Οι επαναστάτες πάντοτε αναθεματίζονται, αλλά οι επαναστάσεις είναι τελικά  του τιμά η ιστορία. Μέσω αυτών σηκώνεται και βαδίζει.

Η εξέγερση μόνη της δε φτάνει. Αλλά είναι εκείνο το γόνιμο περιβάλλον, μέσα στο οποίο μεστώνει η επανάσταση. Το γέννημα της ανάγκης, αλλά και η επιλογή ελευθερίας από τους πιο ελεύθερους ανθρώπους, δηλαδή από εκείνους που ‘’να διαλέγουν θέλουν τη ζωή τους’’. Όχι να την καταναλώνουν.

Πηγή: aristeroblog.gr



Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2013

Δ. Καζάκης : Από πότε το κόμμα είναι πάνω από τον λαό και την πατρίδα

Του Δημήτρη Καζάκη

Σάλος στην επίσημη πολιτική σκηνή. Σε συνέντευξή του στην Αυγή (17/11/2013) ο κ. Τσίπρας απευθύνθηκε στους βουλευτές της συμπολίτευσης λέγοντας: «Όσοι αποφασίσουν με την ψήφο τους να θέσουν τέρμα στην καταστροφική πορεία της χώρας, παρά τις επιθέσεις του συστήματος της μνημονιακής διαπλοκής, που θα είναι σφοδρές, όπως φάνηκε και στην περίπτωση της Θεοδώρας Τζάκρη, θα έχουν την πλατιά αποδοχή της λαϊκής βάσης, των τοπικών κοινωνιών και των πολιτών που τους εξέλεξαν και δεν αντέχουν άλλο». Μάλιστα σημειώνει ότι τους αναγνωρίζει «πολιτική αξιοπρέπεια».


«Ντροπή, κύριε Τσίπρα. Η απάντηση της ΚΟ του ΠΑΣΟΚ θα σας δοθεί επίσημα και κατά πρόσωπο,» απάντησε ο Βενιζέλος καταγγέλλοντας τον Αλέξη Τσίπρα ως «αλαζόνα του μικροπολιτικού του νεοπλουτισμού». Και οι χαρακτηρισμοί είχαν συνέχεια. «Απροκάλυπτη και αγοραία πρόσκληση αποστασίας», «πολιτικό τυχοδιωκτισμό» και «πολιτική αλητεία» προσάπτει ο Βενιζέλος στον Τσίπρα με αφορμή το «προσκλητήριο» που απηύθυνε ο δεύτερος σε βουλευτές της κυβερνητικής παράταξης.

Για «ηθικό και πολιτικό κατήφορο δίχως τέλος» του Τσίπρα έκανε λόγο ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Σίμος Κεδίκογλου απαντώντας σε ερώτηση δημοσιογράφου για την «πρόσκληση αποστασίας» του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ σε κυβερνητικούς βουλευτές. Ο Κεδίκογλου κατηγόρησε τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης ότι «υπόσχεται εκλογικές αγοραπωλησίες βουλευτών για να βρεθεί στην εξουσία» και ότι επιχειρεί να δηλητηριάσει την πολιτική ζωή. Ανάφερε δε ότι ο κ. Τσίπρας «γράφει την πιο μαύρη σελίδα στην ιστορία του ΣΥΡΙΖΑ».

Σχέδια χειραγώγησης των πολιτικών εξελίξεων

Γιατί, ρε παιδιά, τέτοιος πανικός; Αυτά δεν κάνουν τα κόμματά σας επί δεκαετίες; Αγοραπωλησίες βουλευτών. Το δούναι-λαβείν με βουλευτές δεν πάει σύννεφο;  Γιατί «αποστασία» η πρόσκληση του Τσίπρα; Τι διαφορετικό κάνει απ’ ότι κάνετε εσείς χρόνια τώρα;

Καταρχάς, για να βάλουμε τα πράγματα στη θέση τους. Η «αποστασία» δεν αφορούσε σε βουλευτές που έφυγαν από το κόμμα τους. Ούτε σε βουλευτές που έριξαν την κυβέρνησή τους, αλλά σε βουλευτές συγκεκριμένου κόμματος, της Ένωσης Κέντρου, που αποδέχτηκαν να νομιμοποιήσουν το πραξικόπημα του βασιλιά τον Ιούλιο του 1965, το οποίο οδήγησε τον Γ. Παπανδρέου, αρχηγό του συγκεκριμένου κόμματος, να παραιτηθεί από την κυβέρνηση. Επομένως δεν μιλάμε για τα ίδια πράγματα.

Όμως αλλού είναι το θέμα. Ο πανικός του Βενιζέλου και του Κεδίκογλου έχει βάση. Ξέρουν πολύ καλά ότι την ίδια στιγμή που το δίδυμο Σαμαρά-Βενιζέλου επιχειρεί να εξαγοράσει την υποστήριξη βουλευτών από όλο το φάσμα του κοινοβουλίου για να ενισχυθεί η δική τους ισχνή και εκλογικά ανύπαρκτη πλειοψηφία, κάτι ανάλογο επιχειρούν άλλα κέντρα. Ξέρουν πολύ καλά ότι υπάρχουν υπόγειες διασυνδέσεις της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ τόσο με το Παπανδρεϊκό ΠΑΣΟΚ, όσο και με την Καραμανλική Νέα Δημοκρατία.

Ξέρουν πολύ καλά ότι το φαινόμενο Τζάκρη δεν ούτε είναι τυχαίο, ούτε μεμονωμένο. Με τέτοια ισχνή πλειοψηφία στην Βουλή, οι Σαμαράς-Βενιζέλος ξέρουν πολύ καλά ότι είναι έρμαια της «εσωκομματικής» τους αντιπολίτευσης. Ξέρουν επίσης πολύ καλά ότι κάποιοι στα παρασκήνια προωθούν λύση ευρείας συνεργασίας με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ που μπορεί να απλώνεται από το «βαθύ ΠΑΣΟΚ», έως τον Κουβέλη της ΔΗΜΑΡ με τις ευλογίες ακόμη και των βαρόνων της Νέας Δημοκρατίας που βλέπουν την πρωτοφανή συρρίκνωση και διάλυση του κόμματός τους από την ομάδα Σαμαρά κι ανησυχούν βαθύτατα.

Από την άλλη με την δήλωσή του αυτή ο κ. Τσίπρας δηλώνει ξεκάθαρα ότι συμμετέχει ενεργά στα παιχνίδια αυτά του παρασκηνίου. Ξεκαθαρίζει ότι θέλει μια ελεγχόμενη πτώση της κυβέρνησης με τέτοιο τρόπο ώστε να εξαγνίζει τα μέχρι τώρα στηρίγματά της προκείμενου να χρησιμοποιηθούν σε μια αυριανή πολιτική κατάσταση.

Έτσι καλεί τον κόσμο να ξεχάσει ποιοι είναι αυτοί που έβαλαν πλάτες τουλάχιστον τα τελευταία τρία με τέσσερα χρόνια στο γενικό ξεπούλημα της χώρας και την μαζική εξόντωση του λαού, που ο ίδιος ο στρατηλάτης της αριστεράς ονοματίζει «ανθρωπιστική κρίση», λες και πρόκειται για το αποτέλεσμα κάποιου φυσικού φαινομένου, κάποιας απρόσμενης θυελλώδους καταιγίδας. Αν ανοίξουν τον δρόμο στη διακυβέρνηση Τσίπρα, όπως αυτή φαίνεται να προετοιμάζεται στο παρασκήνιο, όλα θα τους συγχωρεθούν, ότι έκαναν θα ξεχαστούν, θα βρουν ξανά την αποδοχή της εκλογικής πελατείας που πάνω της βυσσοδόμησαν άγρια και θα ξαναβρούν την χαμένη τους «πολιτική αξιοπρέπεια». Κούνια που σας κούναγε όλους, με πρώτο τον Τσίπρα.

Η κοινή λογική λέει ότι όταν πας να στηριχθείς σε λωποδύτες, σε επίορκους και αδίστακτους συμφεροντολόγους, όπως είναι όλοι αυτοί που στήριξαν με την ψήφο τους και την συμμετοχή τους στη δημιουργία αυτού του καθεστώτος νέας κατοχής, τότε δεν μπορεί παρά να είσαι κι εσύ μια από τα ίδια. Με άλλα λόγια βρήκε ο σκύλος τη γενιά του κι αναγάλλιασε η καρδιά του, όπως λέει κι ο λαός μας.

Υπό καθεστώς απολυταρχίας

Το βασικό όμως ερώτημα που προσωπικά μας απασχολεί είναι το εξής: Γιατί οι ηγεσίες και οι μηχανισμοί των κομμάτων μπορούν με τέτοια άνεση να παίζουν παιχνίδια κορυφής και να ασκούνται στην πολιτική του παρασκηνίου με δούναι-λαβείν βουλευτών και άλλων, αλλά τους πιάνει σύγκρυο μόλις τεθεί θέμα ανοιχτής διάσπασης του κόμματος;

Γιατί στα σημερινά κόμματα του κοινοβουλίου, μηδενός εξαιρουμένου, υπάρχει τέτοια θεοσέβεια; Γιατί όταν υπάρχουν κορυφαία ζητήματα που διχάζουν την κοινωνία και το ίδιο το κόμμα, ζητήματα ζωής ή θανάτου για τον λαό και την χώρα, δεν πρέπει να αποτελέσουν casus belli ακόμη κι αν οδηγήσουν σε διάσπαση και διάλυση το ίδιο το κόμμα; Γιατί το κόμμα να είναι πάνω από την κοινωνία και τα προβλήματά της; Γιατί ο διχασμός μέσα στην κοινωνία να φέρει και τον διχασμό μέσα στα κόμματα; Τι σόι τερατώδης διαστροφή είναι αυτή;

Αυτή η τερατώδης διαστροφή δεν κυριαρχεί μόνο στα κόμματα υβρίδια που κρατιούνται στην κυβέρνηση με νύχια και με δόντια, απειλώντας θεούς και δαίμονες μην τυχόν και χάσουν την εξουσία, αλλά και στα κόμματα της αριστεράς. Το Führerprinzip δεν ήταν επινόηση ούτε του Χίλτερ, ούτε αφορούσε μόνο τα ναζιστικά κόμματα, όπως θεωρούν ορισμένοι ανεκδιήγητοι τύποι, αλλά αντλεί την καταγωγή του από εκείνους τους θεωρητικούς που έτρεμαν την δημοκρατία σαν πεδίο ανοιχτής αναμέτρησης με όρους κοινωνικής και πολιτικής διαπάλης.

Ήθελαν λοιπόν μια εξουσία που να στέκεται πάνω και πέρα από αυτές τις διαμάχες και να εξασφαλίζει την ενότητα της πολιτείας. Ο συντηρητικός Ντισραέλι διαπίστωνε τον βαθύ διχασμό της Βρετανίας της εποχής του σε τέτοιο βαθμό που μιλούσε για «δυο έθνη»: «Δύο έθνη ανάμεσα στα οποία δεν υπάρχει καμία επαφή και καμία συμπάθεια… Οι πλούσιοι και οι φτωχοί».[1] Ο τρόμος ότι η δημοκρατία είναι το προνομιακό πεδίο της ανειρήνευτης αναμέτρησης αυτών των «δυο εθνών», τον έκαναν να πιστεύει ότι η «ελεύθερη Μοναρχία», ήταν η ιδανικότερη να εκφράσει την ενότητα του έθνους, του λαού και της πολιτείας.

Αργότερα, όταν οι αγώνες των λαών για δημοκρατία δεν επέτρεπαν πια την ύπαρξη μονάρχη, τη θέση αυτής της «πολιτικά ουδέτερης» εξουσίας πήρε ο Πρόεδρος, ο οποίος υποτίθεται ότι εκφράζει στο πρόσωπό του την ενότητα που πριν εξέφραζε ο μονάρχης. Και μάλιστα για να του δοθεί το ανάλογο κύρος που κάποτε είχε η μοναρχία, τον έβαλαν να εκλέγεται απευθείας από τον λαό ώστε να στέκεται πάνω από τις διαμάχες ανάμεσα σε κόμματα, σχήματα και δυνάμεις που πυροδοτεί η ίδια η κατάσταση μιας βαθιά διχασμένης κοινωνίας.

Στο σύνταγμα της Βαϊμάρης του 1918, που επέβαλλε η Γερμανική Σοσιαλδημοκρατία, βασιζόταν στην «πολιτική ουδετερότητα» του Προέδρου, ο οποίος με το άρθρο 48 είχε την δυνατότητα να αναστέλλει βασικές διατάξεις του συντάγματος, ακόμη και να επεμβαίνει επικεφαλής του στρατού «αν η δημόσια ασφάλεια και τάξη στο Γερμανικό Ράιχ έχει διαταραχθεί σε σημαντικό βαθμό ή κινδυνεύει». Με τον τρόπο αυτό θεσπιζόταν επίσημα και συνταγματικά η Führerprinzip, η οποία τελικά οδήγησε στο ναζισμό.

Ο συνταγματολόγος Δημ. Τσάτσος, όταν ακόμη τιμούσε τις δημοκρατικές περγαμηνές της επιστήμης του, έγραφε σχετικά: «Η εξέλιξη και η πτώση της Βαϊμάρης ρίχνει φως στις συνέπειες που έχει στην πολιτική πραγματικότητα η σχετικοποίηση της Δημοκρατίας, με βάση την αρχή της «πολιτικής ουδετερότητας». Η πολιτική ουδετερότητα του προέδρου του Reich, δηλαδή η πολιτική του νομιμοποίηση με βάση αρχή εξωδημοκρατική, ήταν μια πρώτη συμβολή στη δημιουργία του πολιτικού συνθήματος του «Führerprinzip». Η ουδετερότητα της υπαλληλίας όλων των κλάδων βρήκε τους φορείς της άτομα με «ουδέτερη» πολιτική συνείδηση, έτοιμα να δεχτούν μέσα σε μια νύχτα το «νέο κράτος» του εθνικοσοσιαλισμού. Για τον «πολιτικά ουδέτερο» υπάλληλο η πίστη και η υποταγή του προς το «κράτος» δεν είχε καμιά εξάρτηση από το βασικά ηθικά θεμέλια του πολιτεύματος. Η μετάβαση από τη Βαϊμάρη στον εθνικοσοσιαλιστικό ολοκληρωτισμό έδειξε ποια είναι η συνέπεια της πολιτικής ουδετερότητας. Με βάση τη θεωρία αυτή διευκολύνθηκε ο ολοκληρωτισμός και επομένως ενισχύθηκε η ιδέα πώς δεν είναι οι αξίες εκείνες που νομιμοποιούν το κράτος, αλλά το κράτος εκείνο που νομιμοποιεί τις αξίες.»[2] 

Το κόμμα ως ιερατική πολιτεία

Βάλτε όπου «κράτος», το «κόμμα» και θα βρείτε την κατάσταση μέσα στην οποία έχουν βυθιστεί όλοι οι κομματικοί σχηματισμοί του επίσημου πολιτικού συστήματος. Η Führerprinzip υπάρχει και διαφεντεύει όλα τα επίσημα κόμματα. Ιδίως εκεί όπου ο Πρόεδρος, ο ηγέτης του κόμματος, ψηφίζεται απευθείας από την «βάση». Να γιατί σε όλα τα κόμματα η έμπρακτη αμφισβήτηση του ηγέτη και η ανοιχτή αναμέτρηση με την ηγεσία, συνιστά μοιραίο αμάρτημα. Ενώ η κομματική υπαλληλία, δηλαδή η γραφειοκρατία του κόμματος, τηρεί «πολιτικά ουδέτερη» στάση απέναντι σε κάθε ακανθώδες ζήτημα που εκ των πραγμάτων διχάζει το κομματικό σώμα. Ακολουθεί πάντα πιστά τον εκάστοτε ηγέτη. Ενώ η διαπάλη για τις αρχές υποβιβάζεται σε μια αντιπαράθεση αυστηρά εντός των οργάνων και τηρουμένων των τυπικών διαδικασιών υπό τον διαρκή φόβο της διάσπασης της επίπλαστης ενότητας.

Από τότε που τα κόμματα μεταλλάχθηκαν από συνασπισμός «ισχυρών ανδρών» του κοινοβουλίου και της πολιτικής – όπου ο καθένας εύκολα μεταπηδούσε σε άλλο κόμμα, ή άλλαζε συνασπισμό συμφερόντων προκειμένου να έχει καλύτερη τύχη – σε μηχανισμούς κομματικών γραφειοκρατών εξαρτημένων από τον κρατικό κορβανά και τη νομή της εξουσίας, η «ενότητα του κόμματος» και το αλάθητο, το αδιαφιλονίκητο της ηγεσίας αποτέλεσαν τους δυο βασικούς πυλώνες της νέας κομματικής πραγματικότητας.

Ο λόγος είναι απλός. «Η γραφειοκρατία είναι η république prêtre,»[3] έγραφε εύστοχα ο Μαρξ. Δηλαδή μια ιερατική πολιτεία σαν των Ιησουιτών, των μυημένων, του κλειστού κύκλου που έξω απ’ αυτόν δεν υπάρχει ζωή, ή αλήθεια. Ένα είδος μεσαιωνικής μασονικής στοάς. Η δουλειά της είναι να αντικαθιστά την ουσία με τον τύπο. Να δημιουργεί μια φανταστική πραγματικότητα δίπλα και πάνω στην αληθινή.

Κι όπως στο κράτος έτσι και στο κόμμα, η γραφειοκρατία αντιπροσωπεύει το φανταστικό κόμμα δίπλα και πάνω στο πραγματικό κόμμα. Κάθε πράγμα λοιπόν έχει διπλή σημασία, μια σημασία πραγματική και μια σημασία γραφειοκρατική, όπως και κάθε γνώση είναι γνώση διπλή, γνώση πραγματική και γνώση γραφειοκρατική. Το καθολικό πνεύμα της γραφειοκρατίας είναι το μυστικό, το μυστήριο που φυλάγεται από την ιεραρχία προς τα μέσα κι από τον χαρακτήρα της σαν κλειστής συντεχνίας προς τα έξω. Η ιεραρχία ξέρει. Όσοι βρίσκονται εκτός δεν ξέρουν και δεν πρέπει να ξέρουν. Οφείλουν απλά να συμμορφώνονται και να ακολουθούν. Δεν έχουν δικαίωμα ούτε αυτόβουλης δράσης, ούτε απόφασης για μεγάλα και κρίσιμα ζητήματα.

Ο Μαρξ έγραφε για την γραφειοκρατία: «Η Αρχή είναι η αρχή της γνώσης της και η ειδωλολατρία της Αρχής η πεποίθησή της. Στο εσωτερικό της όμως ο σπιριτουαλισμός μετατρέπεται σε χυδαίο υλισμό, στον υλισμό της παθητικής υποταγής, της τυφλής πίστης στην εξουσία, του μηχανισμού μιας καθορισμένης τυπικής δραστηριότητας, καθορισμένων αρχών, απόψεων και παραδόσεων.»[4] Δεν υπάρχει μεγαλύτερη επιβεβαίωση αυτής της διατύπωσης από την αναγωγή του κόμματος σε κάτι το μεταφυσικό, πάνω από την κοινωνία, τον λαό και τους πολίτες. Το κόμμα, σύμφωνα πάντα με το γραφειοκρατικό πνεύμα, είναι ο φορέας της κοινωνικής και πολιτικής δράσης κι όχι η ίδια η κοινωνία, ο ίδιος ο λαός.

Δεν υπάρχει ζωή έξω από το κόμμα, γι’ αυτό και η «ενότητα του κόμματος» υπήρξε για την κομματική γραφειοκρατία το raison d’etre της ίδιας της ύπαρξής της και άρα της ύπαρξης ολόκληρης της ζωής. Γι’ αυτό και είναι αδιανόητο να μιλήσεις σε κόμματα όπου κυριαρχεί η γραφειοκρατία, για διασπάσεις. Ιδίως όταν αυτό το κόμμα βρίσκεται μπροστά στην εξουσία. Φαντάζει ιεροσυλία μεγαλύτερη από την ασέλγεια σε ιερό χώρο. Μόνο η ηγεσία έχει δικαίωμα να αποπέμπει. Όπως ακριβώς το ιερατείο αποπέμπει τους αιρετικούς, δηλαδή τους διασπαστές.

Πρώτα ο λαός, ή το κόμμα;

Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι κανένα αληθινά επαναστατικό ή ριζοσπαστικό κόμμα δεν αναδείχθηκε ποτέ σ’ αληθινά μάχιμη δύναμη για τον λαό, αν το ίδιο πρώτα δεν ανέδειξε την εσωκομματική ανοικτή και «οξεία πάλη των τάσεων»[5] ως κορυφαίο «ανάχωμα» ενάντια στο βάλτωμα, τον εφησυχασμό, την αποσυνθετική ατμόσφαιρα της ρουτίνας, τον εσωτερικό διχασμό σε γραφειοκράτες και οπαδούς.

Αντίθετα, όποτε η τυπολατρική «κομματική ενότητα» επέβαλλε το στρογγύλεμα των διαφορών και την εκπαραθύρωση της εσωκομματικής ιδεολογικοπολιτικής ζύμωσης, είτε με την σιδερένια πυγμή του ηγετικού μηχανισμού, είτε στο όνομα μιας τυπικής και ανούσιας δημοκρατίας, τότε η διαφθορά ακόμη και πραγματικών αγωνιστών – μέσα απ’ τον εθισμό τους στην ίντριγκα και το παρασκήνιο – συνιστούσε ανέκαθεν γενικό κανόνα.
Αυτό τον κανόνα εξέφραζε κι ο Φερντινάντ Λασσάλ όταν στα 1852 έγραφε στον Κάρλ Μάρξ: «Η εσωκομματική πάλη δίνει στο κόμμα δύναμη και ζωτικότητα. Η μεγαλύτερη απόδειξη της αδυναμίας ενός κόμματος είναι η πλαδαρότητα του και η άμβλυνση των διαφορών που έχουν διαγραφεί με σαφήνεια. Το κόμμα δυναμώνει όταν ξεκαθαρίζει τις γραμμές του.»[6]

Με την σειρά του ο Ένγκελς ήταν αμείλικτος μ’ όλους εκείνους τους δυστυχείς που αδυνατούσαν να κατανοήσουν την σημασία της ιδεολογικοπολιτικής αναμέτρησης στο εσωτερικό του κινήματος και καλούσαν κάθε φορά σ’ «ενότητα» ξεχνώντας τις βαθιές διαφορές σκοπού και μέσων: «Κανείς – έγραφε ο Ένγκελς εκ μέρους του ίδιου και του Μάρξ – δεν πρέπει ν’ αφήνει τον εαυτό του να παραπλανάται από τις φωνές για «ενότητα».Αυτοί που έχουν συχνότερα στα χείλια τους αυτή την λέξη, είναι οι ίδιοι που προκαλούν την περισσότερη φασαρία,… είναι εκείνοι που προκαλούν όλες τις διασπάσεις, την οχλοβοή για το τίποτα,... Αυτοί οι φανατικοί με την ενότητα είναι είτε στενόμυαλοι άνθρωποι που θέλουν ν’ ανακατέψουν τα πάντα σ’ έναν ακαθόριστο χυλό, ο οποίος την στιγμή που θ’ αφεθεί να κατακαθίσει, ξαναφέρνει στην επιφάνεια τις διαφορές αλλά μ’ ακόμη πιο οξεία αντίθεση γιατί αυτή την φορά θα βρίσκονται όλες στο ίδιο τσουκάλι… είτε είναι άνθρωποι που ασυνείδητα (…) ή συνειδητά θέλουν να ευνουχίσουν το κίνημα. Αυτός είναι ο λόγος που οι χειρότεροι σεχταριστές, οι μεγαλύτεροι καβγατζήδες και οι παλιάνθρωποι φωνάζουν κατά καιρούς δυνατότερα απ’ όλους για την ενότητα. Κανένας καθ’ όλη την διάρκεια της ζωής μας δεν μας έφερε χειρότερους μπελάδες και περισσότερους καυγάδες απ’ αυτούς που φωνάζουν για ενότητα.»[7]

Κι ο Ένγκελς κατέληγε: «Επιπλέον, ακόμη κι ο γέρο-Χέγκελ έλεγε: ένα κόμμα αναδεικνύεται θριαμβευτής μόνο μέσα απ’ την διάσπαση κι επιπλέον κατορθώνοντας ν’ αντέξει αυτή την διάσπαση. Το κίνημα του προλεταριάτου είναι υποχρεωμένο να περάσει μέσα από ποικίλα στάδια ανάπτυξης. Σε κάθε στάδιο ένα μέρος του κόσμου κολλά και δεν μπορεί ν’ ακολουθήσει την πορεία προς τα μπρος. Και μόνο αυτό είναι αρκετό για να εξηγήσει γιατί η «αλληλεγγύη του προλεταριάτου» υλοποιείται στην πραγματικότητα παντού μέσα από διαφορετικές κομματικές ομαδοποιήσεις, οι οποίες επιδίδονται σε βεντέτες ζωής και θανάτου μεταξύ τους, όπως γινόταν κι ανάμεσα στις Χριστιανικές σέχτες της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ακόμη και την εποχή των χειρότερων διωγμών»[8].

Κι αυτό ισχύει στην πολιτική γενικά και στο κίνημα ειδικά, με την ίδια αναγκαιότητα που στο βασίλειο των ζώων και των φυτών λειτουργεί η «φυσική επιλογή»! Όποιος ξεχνά αυτή την θεμελιώδη αλήθεια, είτε είναι πολιτικά αγράμματος κι άρα άχρηστος για το κίνημα, είτε τυπικός πολιτικάντης κι άρα επικίνδυνος για το κίνημα. Δεν υπάρχει άλλωστε κι άλλος τρόπος για να γλυτώσει κανείς από την γραφειοκρατία και το πνεύμα της, το οποίο ανθεί όπου κυριαρχεί η λιτανεία του κόμματος.

Όποιος θέτει πάνω απ’ όλα την ενότητα του ίδιου του λαού, του προλεταριάτου όπως έλεγε ο Ένγκελς, στον αγώνα του για τα δικαιώματα και την χειραφέτησή του, δεν τον τρομάζει η διάσπαση. Ξέρει πολύ καλά ότι το κόμμα, η συγκεκριμένη μορφή οργάνωσης δεν ήταν ποτέ και ούτε μπορεί να είναι αυτοσκοπός. Δεν υπάρχει πάνω από την κοινωνία παρά μόνο σαν γραφειοκρατική διαστροφή. Γνωρίζει ότι το κόμμα και γενικά η οργάνωση οφείλει να είναι το πολιτικό μέσο έκφρασης και ο αναγκαίος καταλύτης για την συγκρότηση του ίδιου λαού σε μάχιμη δύναμη για τον εαυτό του.

Αν δεν μπορεί να το κάνει, αν έχει μεταβληθεί σ’ ένα γραφειοκρατικό ξόανο, τότε στο διάολο με το κόμμα, στα τσακίδια κι ακόμη παραπέρα. Όχι απλά η διάσπαση οφείλει να τεθεί στην ημερήσια διάταξη του κόμματος, αλλά η κήρυξη ανοιχτού πολέμου είναι κάτι παραπάνω από αναπόφευκτη – όπως ακριβώς στο ζωικό βασίλειο ανάμεσα σε διαφορετικά είδη για την επιβίωση – με όλα τα όπλα της ανελέητης κριτικής να στοχεύουν στην ολοκληρωτική συντριβή και εξάλειψη εκείνου του μορφώματος που έχασε κάθε νόημα ύπαρξης για τον λαό και στέκει εμπόδιο στην δράση του. Πρώτα και πάνω απ’ όλα προέχει το συμφέρον του λαού και η ανάγκη αυτός ο ίδιος, όχι κάποιος κομματικός μηχανισμός στο όνομά του, να πάρει την υπόθεση στα χέρια του.

Ανελέητη κριτική χωρίς να χαριζόμαστε σε κανέναν

Όπου βλέπετε κόμματα και πολιτικούς σχηματισμούς να φοβούνται την διάσπαση, να κλείνουν ερμητικά τις πόρτες για να μην ακουστούν οι διαφωνίες και οι αντιπαραθέσεις, να τα βρίσκουν για την «ενότητα του κόμματος» τάσεις, ή απόψεις, που φαινομενικά είναι ριζικά διαφορετικές στο πολιτικό δια ταύτα, τότε να είστε σίγουροι ότι εκεί βασιλεύει η ίντριγκα και η ύποπτη σκοπιμότητα κάθε είδους. Να είστε σίγουροι ότι έχει εκλείψει προ πολλού η πολιτική ακεραιότητα και αξιοπρέπεια, ενώ κυριαρχεί η προσωπική ιδιοτέλεια, η καθηλωτική αμηχανία και η απαξίωση κάθε αληθινού νοήματος της πραγματικής ζωής, που έτσι ή αλλιώς είναι γι’ αυτούς νεκρή.

Υπάρχει μόνο η μεταφυσική μετουσίωση της ζωής στο κόμμα που απαιτεί από όλα τα μέλη και τους οπαδούς του να του συμπεριφέρονται με τρόπο ιησουίτικο, είτε έχουν, είτε δεν έχουν επίγνωση του ιησουιτισμού τους. Να γιατί το κόμμα στέκεται πέρα και πάνω απ’ όλα. Ενώ ακόμη και η αληθινή ζωή θα πρέπει να βρει την δικαίωσή της μέσα από το κόμμα. Δεν είναι ο λαός και οι τάξεις που οφείλουν να δημιουργήσουν αφεαυτού τους τα κόμματα, τους σχηματισμούς και τις συλλογικότητες που χρειάζονται στην δράση τους, αλλά αντίθετα τα κόμματα είναι εκείνα που πρέπει να δημιουργήσουν τον λαό και τις τάξεις.

Κι όπως συμβαίνει πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις τα κόμματα δημιουργούν το εικόνισμα του λαού και των κοινωνικών τάξεων που τους βολεύει, στη θέση του αληθινού λαού και των κοινωνικών του τάξεων που υπάρχουν στην αληθινή ζωή. Ένα εικόνισμα που αποβλακώνει τους πιστούς οπαδούς και αποχαυνώνει όλους τους υπόλοιπους, ώστε να υποκύψουν στον «σιδερένιο νόμο της ολιγαρχίας», όπως τον διατύπωσε ο Ρόμπερτ Μίχελς μελετώντας στην πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα την γραφειοκρατική μετάλλαξη της Γερμανικής Σοσιαλδημοκρατίας – το αρχέτυπο της οργάνωσης για όλα τα μαζικά κόμματα της αριστεράς, ακόμη και των κομμουνιστών.

Όποιος λοιπόν τρέμει την διάσπαση και την αναμέτρηση μέχρις τελικής πτώσης. Όταν κι όποτε το επιβάλλουν τα πιο ζωτικά και άμεσα συμφέροντα του λαού. Όταν και όποτε κρίνεται η τύχη της χώρας και του λαού. Όποιος δεν καταλαβαίνει γιατί η ενότητα του λαού, ή του προλεταριάτου κατά τον Ένγκελς, περνά αναγκαστικά «μέσα από διαφορετικές κομματικές ομαδοποιήσεις, οι οποίες επιδίδονται σε βεντέτες ζωής και θανάτου μεταξύ τους, όπως γινόταν κι ανάμεσα στις Χριστιανικές σέχτες της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ακόμη και την εποχή των χειρότερων διωγμών,» τότε είναι αιχμάλωτος μιας βαθιάς γραφειοκρατικής αντίληψης που θέλει τον λαό υποχείριο των κομμάτων και των μηχανισμών τους. Δεν βλέπει έξω από τον κύκλο της γραφειοκρατίας και δεν αντιλαμβάνεται την αληθινή ζωή παρά μόνο στην φανταστική της απεικόνιση μέσα από τους μηχανισμούς του κόμματος. 

Αντί για την αληθινή δημοκρατία όπου οι αντιπαραθέσεις διεξάγονται ελεύθερα και δημόσια με όλη τους την δυναμική έως την τελική λύση τους, έως ότου ξεκαθαρίσει το τοπίο, η γραφειοκρατία προτιμά μια καρικατούρα κοινοβουλευτισμού με όλα τα κουσούρια του, την ίντριγκα, το παρασκήνιο, τις ισορροπίες του μηχανισμού, τα πισώπλατα μαχαιρώματα, την εξαγορά και την εξάρτηση από την δοσμένη ηγεσία που ελέγχει πάντα το ταμείο και την χρηματοδότηση του κόμματος. Ο εσωτερικός μικρόκοσμος του κόμματος αντικαθιστά τον αληθινό κόσμο, οι διαμάχες για την καρέκλα και τον έλεγχο του μηχανισμού αντικαθιστούν την αναμέτρηση πάνω σε προγράμματα και αρχές.

Φταίει το ζαβό το ριζικό μας!

Για τον γραφειοκράτη δεν υπάρχει κοινωνικό υποκείμενο, δεν υπάρχει λαός ικανός να αυτενεργήσει, να δράσει αυτόβουλα μέσα από τις ξεχωριστές τάξεις που τον απαρτίζουν, αλλά και μέσα από τις δικές του συλλογικότητες που τον ωθεί η ίδια η ζωή του να δημιουργήσει. Για τον γραφειοκράτη υπάρχουν μόνο μηχανισμοί που επιδρούν πάνω στον λαό, ή τον εκφράζουν με όρους οπαδού. Η σκέψη και η ιδεολογία του αναπαράγει τις λογικές της απολυταρχίας που αντιμετώπιζε τον λαό πάντα σαν αντικείμενο χειραγώγησης. Όπως για τους παλιούς εκπροσώπους της απολυταρχίας η θέληση του λαού δεν μπορούσε να εκδηλωθεί με κανέναν άλλο τρόπο παρά στο πρόσωπο του απόλυτου εξουσιαστή του, στο πρόσωπο του μονάρχη, έτσι και οι γραφειοκράτες της πολιτικής αντιλαμβάνονται με τον ίδιο τρόπο την έκφραση του λαού από το κόμμα, ή το κράτος και τους θεσμούς του.

Πόσες και πόσες φορές δεν έχουμε ακούσει από αυτό το σκυλολόι της κομματικής γραφειοκρατίας ότι ο λαός φταίει, ότι ο λαός δεν είναι έτοιμος, ότι ο λαός δεν είναι ώριμος, ότι ο λαός δεν ξεσηκώνεται και γενικά για το πόσο ξεπουλημένη και πόσο καθεστωτική είναι η δεξιά, η αριστερά και τα κόμματά της στην Ελλάδα, φταίει πάντα ο λαός. Όπως και γι’ αυτούς που κυβερνάνε. Πόσες και πόσες φορές δεν άκουσες να σου χρεώνουν τις συμμορίες που κυβέρνησαν και κυβερνούν αυτόν τον τόπο επαναλαμβάνοντας με ύφος εκατό Μπουργκράφων ότι «ο λαός έχει τους ηγέτες που του αρμόζουν…»

Και το επαναλαμβάνουν με την ίδια απελπιστική και αντιδραστική ηλιθιότητα με την οποία ο κόμης Ζοζέφ ντε Μεστρ – ένας από τους πιο σκληροπυρηνικούς υπερασπιστές της «ελέω θεού» μοναρχίας – επινόησε το 1811 την γνωστή φράση: Toute nation a le gouvernement qu'elle mérite. «Κάθε έθνος έχει την κυβέρνηση που του αξίζει. Πολύ σκέψη και εμπειρία που πλήρωσα ακριβά, με έπεισαν γι’ αυτήν την αλήθεια ως μαθηματική πρόταση. Κάθε νόμος είναι περιττός ακόμα και θανατηφόρος (όσο εξαιρετικός κι αν είναι από μόνος του), αν το έθνος δεν είναι αντάξιο του νόμου και δεν είναι προϊόν του νόμου.»[9] Και ποιος καθορίζει το νόμο; Μα μόνο αυτός που έχει ορίσει ο Θεός, δηλαδή η ανωτέρα δύναμη που στην ιστορία πάντα είχε και έχει κοσμικά χαρακτηριστικά! Αυτή είναι η πεμπτουσία της απολυταρχίας.

Με τον ίδιο στόμφο αυτού του παλιού σκοταδιστή που λάτρευε τον δήμιο ως βάθρο εκ Θεού όλου του επίγειου μεγαλείου, όλης της εξουσίας, όλης της υποταγής, μιας και είναι «ταυτόχρονα η φρίκη και ο δεσμός της ανθρώπινης οργάνωσης,»[10] εμφανίζονται όλοι οι ηλίθιοι και τα κομματικά στελέχη να ρίχνουν πάντα το φταίξιμο στο λαό γι’ αυτούς που του έχουν κατσικωθεί στο σβέρκο λες και του έδωσαν ποτέ την δυνατότητα να κρίνει με βάση το αληθινό συμφέρον του.

Αφενός τα παχύδερμα της κυβερνητικής εναλλαγής για να του πουν με περίσσια θράσους, «μαζί τα φάγαμε» και αφετέρου η αριστερά της ήττας για να πάρει την εκδίκησή της για την απέχθεια που έχουν γεννήσει στον ελληνικό λαό τα κόμματα και οι επίσημες ιδεολογίες της. Έτσι είναι. Πρέπει να φορτωθεί την ευθύνη ο λαός γενικά, να απαξιωθεί σε τέτοιο βαθμό ώστε να χαθεί η ατομική ευθύνη, το ατομικό χρέος προς τον λαό και προπαντός να μετακυλήσει η ευθύνη από την κομματική οπαδοποίηση που εφαρμόζουν όλοι οι επίσημοι μηχανισμοί δεξιάς και αριστεράς προκειμένου να επιβιώνουν σε βάρος της κοινωνίας.


Κι επειδή ο λαός φταίει, τότε πρέπει να τιμωρηθεί παραδειγματικά. Πρέπει σώνει και καλά να διαλέξει: ή την δεξιά της προδοσίας, ή την αριστερά του ξεπουλήματος. Την Σκύλα, ή την Χάρυβδη. Άλλη επιλογή δεν έχει. Μόνο αυτή που έχει προκαθορίσει το επίσημο πολιτικό και κομματικό σύστημα. Υπάρχει χειρότερος ολοκληρωτισμός από αυτή τη λογική;

Η χούντα δεν ξεκίνησε το ‘67


(pitsirikos.net)
Πολλή συζήτηση γίνεται τα τελευταία χρόνια για την χούντα των συνταγματαρχών. Για κάποιο λόγο που δεν μπορώ να αντιληφθώ, η δικτατορία του Παπαδόπουλου έχει μετατραπεί σε μέτρο σύγκρισης και «δημοκρατικότητας» για όλες τις κυβερνήσεις, ενώ η λέξη «χούντα» είναι στα στόματα όλων.

Βουλευτής της Χρυσής Αυγής αναρτά φωτογραφία του ηθοποιού Κώστα Βουτσά να τσουγκρίζει αυγό με τον δικτάτορα Παπαδόπουλο, για να απαντήσει στις κατηγορίες του Κώστα Βουτσά εναντίον της Χρυσής Αυγής.

Η στάση συγγραφέων, ποιητών, ηθοποιών, καλλιτεχνών αλλά και των απλών ανθρώπων –στην διάρκεια της χούντας- έχει συζητηθεί πολύ. Από την φωτογραφία του Μάνου Χατζιδάκι με τον Μακαρέζο μέχρι τον Γρηγόρη Μπιθικώτση και την Βίκυ Μοσχολιού που τραγούδησαν τον ύμνο της «Επαναστάσεως». Από τον «πνευματικό κόσμο», μόνο η δήλωση του Γιώργου Σεφέρη ήταν ξεκάθαρη εναντίον της χούντας.

Γενικά, οι Έλληνες θέλουν την αντίσταση και την επανάσταση να τις κάνει ο άλλος. Αυτοί δεν καταδέχονται. Και τον κρίνουν μάλιστα για τον τρόπο που θα αντισταθεί.

Οι Έλληνες δεν είναι ικανοποιημένοι ούτε από αυτούς που έφυγαν στο εξωτερικό στην διάρκεια της δικτατορίας.

«Πήγαν στο Παρίσι για διακοπές και έλεγαν πως έκαναν αντίσταση». Έτσι λένε οι Έλληνες.

Τους ήθελαν να μην πάνε στο Παρίσι ή όπου αλλού, αλλά να κάτσουν εδώ και να υποστούν βασανιστήρια, ενώ οι Έλληνες θα ήταν αραχτοί στις πολυθρόνες και θα έβλεπαν τον «Άγνωστο Πόλεμο».

Πριν κρίνεις τον άλλον για την στάση του στην διάρκεια της δικτατορίας, πες μας τι έκανες εσύ στην διάρκεια της δικτατορίας.

Κι αν δεν είχες γεννηθεί τότε, πες μας τι έκανες μετά την χούντα. Κι αν πάλι και τότε δεν είχες γεννηθεί, πες μας τι κάνεις σήμερα.

Γιατί, αν σήμερα –που δεν κινδυνεύεις από βασανιστήρια και εξορία- είσαι αποκτηνωμένος πάνω σε έναν καναπέ, μπροστά σε μια τηλεόραση και νοιάζεσαι μόνο για την κωλάρα σου, δεν μου φαίνεται και πολύ πιθανό να είχες πάρει τα όπλα επί χούντας ή να έβαζες βόμβες. Άσε που εσύ την καταδικάζεις την βία…

Κοιτάξτε ποια είναι η στάση της πλειοψηφίας των Ελλήνων σήμερα και δεν είναι δύσκολο να αντιληφθείτε ποια θα ήταν η στάση τους απέναντι στη χούντα των συνταγματαρχών.

Κάποιοι λένε πως μια χούντα με τανκς θα δείξει ποιοι θα αντισταθούν και ποιοι θα συνεργαστούν με τη χούντα ή θα την αποδεχτούν.

Διαφωνώ. Δεν χρειάζονται τανκς. Η στάση απέναντι στο σημερινό καθεστώς δείχνει ποια θα ήταν η στάση του καθενός απέναντι στη χούντα.

Ούτως ή άλλως, τα τανκς είναι περιττά σήμερα. Την κάνει την δουλειά και η τηλεόραση.

Αν περιμένεις να βγουν τα τανκς στους δρόμους για να δείξεις ποιος είσαι, γιατί παρακαλάς σήμερα για μια θεσούλα στην Δημόσια Τηλεόραση; Κακομοίρη…

Χωρίς να θέλω να δικαιολογήσω όλους όσοι δεν αντιστάθηκαν στην χούντα του Παπαδόπουλου, θα πρέπει να τους αναγνωρίσουμε πως υπήρχαν και τα χρόνια πριν από τη χούντα.

Τα χρόνια πριν από το ’67 δεν ήταν χρόνια δημοκρατίας.

Η χούντα δεν διαδέχτηκε ούτε διέκοψε μια δημοκρατία.

Η χούντα του Παπαδόπουλου συνέχισε ένα «έργο» που παιζόταν επί δεκαετίες στην Ελλάδα.

Το «έργο» περιλάμβανε διωγμούς, βασανιστήρια και εξορίες κομμουνιστών και δημοκρατών, πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων, ξερονήσια, παρακράτος, νεοφασίστες, πολιτικές δολοφονίες, πολιτικές εκτροπές, εκλογές που ψήφιζαν και τα δέντρα, συνεχείς παρεμβάσεις της βασιλικής οικογένειας, και ένα σωρό άλλα τέτοια πράγματα που, συνήθως, δεν συμβαίνουν σε δημοκρατίες.

«Η χούντα δεν τελείωσε το ’73» λέει το σύνθημα των τελευταίων ετών.

Ναι αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η χούντα δεν ξεκίνησε το ’67.

Όποιος κατηγορεί με μένος αυτούς που δεν αντιστάθηκαν στη χούντα, ξεχνάει πως πολλοί από αυτούς είχαν περάσει πολλά εφιαλτικά χρόνια πριν από τη χούντα.

Πολλοί είχαν βασανιστεί, είχαν εξοριστεί, δεν μπορούσαν να βρουν δουλειά, ενώ, αν αυτό δεν είχε συμβεί στους ίδιους, είχε συμβεί στους γονείς τους ή σε κάποιο μέλος της οικογένειάς τους -σε αυτή την κατηγορία ανήκει ο αγαπημένος Κώστας Βουτσάς-, οπότε όλη η οικογένεια βρισκόταν υπό συνεχή διωγμό.

Ο θείος μου ποτέ δεν ξέχασε πως το πρώτο ξύλο της ζωής του το έφαγε όταν ήταν 15 χρονών. Οι φασίστες μπήκαν στο σπίτι του στη Ζάκυνθο και τον σάπισαν στο ξύλο μπροστά στα μάτια της μάνας του. Ο θείος μου δεν είχε κάνει τίποτα. Το «αδίκημά» του ήταν ότι έμοιαζε πολύ με τον μεγαλύτερο αδελφό του που ήταν κομμουνιστής.

Ο θείος μου έφαγε πολύ ξύλο και στη συνέχεια, οπότε κάποια στιγμή αποφάσισε να γίνει κομμουνιστής για να το τρώει «δικαιολογημένα».

Κι αυτός ο άνθρωπος –που πολέμησε στο αλβανικό μέτωπο και επέστρεψε, όπως χιλιάδες άλλοι, από την Αλβανία με τα πόδια-, έπρεπε να περιμένει να έρθει στην εξουσία ο Ανδρέας Παπανδρέου το 1981, για να αναγνωριστεί η εθνική αντίσταση και να μην χαμηλώνει πια τα μάτια όταν συναντούσε στον δρόμο αυτούς που τον έκαναν μαύρο στο ξύλο. Και μπορεί ο θείος μου να ήταν ΚΚΕ και να μην ψήφισε ποτέ ΠΑΣΟΚ αλλά έλεγε «του το χρωστάω αυτό του Παπανδρέα». «Παπανδρέα» τον έλεγε τον Παπανδρέου.

Ο Γκορ Βιντάλ είχε γράψει πως δημοκρατία υπήρξε μόνο στην αρχαία Αθήνα και μόνο για μερικές δεκαετίες. Έτσι είναι.

Η χούντα του Παπαδόπουλου δεν είναι αρκετή για να βαφτίσουμε «δημοκρατία» αυτό που ακολούθησε μετά από το 1974 και αυτό που προηγήθηκε του 1967.

Ο αγώνας για δημοκρατία συνεχίζεται. Από λίγους. Πάντα έτσι ήταν.

(Πριν από δυο χρόνια, είχα γράψει για την κούραση των ανθρώπων. Το αφιερώνω σε αυτούς που έχουν την απαίτηση την επανάσταση να την κάνουν οι άλλοι. Είναι εύκολο να παίζεις με τις ζωές των άλλων:

“Πριν από χρόνια, ένα βράδυ, συζητούσα με έναν ηλικιωμένο κομμουνιστή. Ήξερα πολλά για τη ζωή του και γνώριζα πως είχε υπογράψει δήλωση «μετανοίας», αν και δεν μου το είχε πει ποτέ ο ίδιος.

Κάποια στιγμή, εκεί που τα πίναμε, γύρισε προς το μέρος μου και μου είπε χαμηλόφωνα: «Ξέρεις, εγώ υπέγραψα… Δεν άλλαξα. Όχι… Κουράστηκα… Ήθελα να δω τη γυναίκα μου και τον γιο μου. Ήθελα να δω τη μάνα μου». Έμοιαζε συντετριμμένος – δεν έμοιαζε, ήταν. «Κουράζονται κάποτε οι άνθρωποι» του είπα αμήχανα, αλλά συνέχισε: «Κάποιοι σύντροφοι δεν υπέγραψαν…». «Μπορεί να μην είχαν τόσο όμορφη γυναίκα όσο εσείς» του είπα και χαμογέλασε. Αμέσως μετά, άλλαξα την κουβέντα.


Κουράζονται οι άνθρωποι. Και –χωρίς να θέλω να αδικήσω ή να υποτιμήσω τους αγώνες ανθρώπων που βασανίστηκαν και υπέφεραν-, οι άνθρωποι δεν είναι ανάγκη να είναι στην εξορία και να σπάνε πέτρες για να κουραστούν. Μια χαρά κουράζεσαι και στην εξορία της Κυψέλης. Όλα στο μυαλό είναι.”)